αναστρέψιμος

αναστρέψιμος
-η, -ο [αναστροφή]
αυτός που είναι δυνατόν να αναστραφεί, δεκτικός αναστροφής («αναστρέψιμη εξέλιξη»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Καρνό — (Carnot). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων επιστημόνων. 1. Λαζάρ Νικολά Μαργκερίτ (Lazare Nicolas Marguerite, Νολέ 1753 – Μαγδεμβούργο 1823). Στρατηγός, πολιτικός και μαθηματικός. Ήταν γνωστός και ως οργανωτής της νίκης και συγκαταλέγεται στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”